- ωμοθετώ
- -έω, Α1. (ενεργ. και μέσ.) ὠμοθετοῡμαι, -έομαι(σε θυσία) τοποθετώ τα ωμά τεμάχια τού σφαγίου στον βωμό («ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ' αὐτῶν δ' ὠμοθέτησαν», Ομ. Ιλ.)2. (γενικά) προσφέρω θυσία, θυσιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -θετῶ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ὁριο-θετῶ].
Dictionary of Greek. 2013.